- βαλμός
- βαλμός, ὁ,A = στῆθος, Hsch., Suid. [full] βαλοιτήσειρον· παρὰ τὸ διεστραμμένον εἶναι τοὺς πόδας, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαλμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλμός — ο (Μ βαλμός) [βάλλω] η τοποθέτηση … Dictionary of Greek
βαλμοῖς — βαλμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek